Ό λόγος του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη προς τούς Γυμνασιόπαιδες στην Πνύκα

Ή απόφαση του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη νά μιλήσει στους νέους (13 Νοεμβρίου 1838)
 
«Πανταχού έξεφράζετο ή αποδοκιμασία τοϋ κυβερνητικού συστήματος, και ό πόθος προς τό Σύνταγμα όσημέραι έγίνετο ζωηρότερος.
Δέν ήτο πλέον ή νέα γενιά, οί σπουδασταϊ τοϋ Γυμνασίου και τοϋ Πανεπιστημίου τής πρωτευούσης, οί συνεχώς επιδεικνύοντες τά
τοιαύτα ευγενή αισθήματα, ήσαν και διδάσκαλοι και καθηγηται και προύχοντες πολιτικοί και στρατιωτικοί, και Ίερεϊς καϊ αρχιερείς. Ό
γέρων Κολοκοτρώνης, ό ούτω πολύ περιπο ιού μένος παρά τοϋ Μονάρχου'Όθωνος, έλθών μίαν τών ήμερων είς τό Γυμνάσιον, και
άκροασθείς τήν διδασκαλίαν τοϋ Γυμνασιάρχου Γενναδίου, άναπτύσσοντος τεμάχιόν τι δημηγορίας εκ τής ιστορίας τοϋ Θουκυδίδου, έπι
τοσούτον ένθουσιάσθη όπως και ούτος όμιλήση είς τήν νέαν γενεάν υπέρ Πατρίδος, ώστε παρεκάλεσε τον Γυμνασιάρχην νά συνάθροιση
τους μαθητάς πάντας έκτος τής πόλεως εις τήν Πνύκα, Ίνα εκφώνηση και ό μακάριος Γέρων Κολοκοτρώνης λόγον προς τήν νεολαίαν. Ό
ένθους αληθούς πατριωτισμού αείμνηστος Γεννάδιος έξετέλεσε τήν έπιθυμίαν τοϋ σεβαστού Γέροντος και τήν παραμονήν τής εορτής
τών Ταξιαρχών, είδοποιήθησαν πάντες οί μαθηται τοϋ Γυμνασίου νά συναθροισθώσιν είς τό κατάστημα αυτού έπι τω λόγω δτι θέλει τοϊς
δειχθη τι περίεργον.
»Ή αναπτυχθείσα περιέργεια τήν έπιοϋσαν έφείλκυσε πάντας είς τό Γυμνάσιον, και συν αύτοϊς και πλήθος άλλων περιέργων-
έπληρώθη τό κατάστημα προσώπων, δτε πάντες οί καθηγηται και διδάσκαλοι συνήλθον, και μετ' ολίγον ιδού έρχεται και ό Γέρων
Κολοκοτρώνης ένδεδυμένος τό έρυθροϋν φόρεμα του- τό πλήθος διε-χωρίσθη αυτομάτως και ό σεβαστός Γέρων διελθών άνέβη προς τούς
καθηγητάς. Μετ' ολίγον ό Γυμνασιάρχης άποτεινόμενος προς τό πλήθος έκ τοϋ θαλάμου, έίπεν «Ακολουθείτε, δείξομεν ϋμϊν περίεργον
τι». Κατέβησαν τάς κλίμακας και έν τω μέσω έχοντες τον Γέροντα έξήλθον διευθυνόμενοι προς τον λεγόμενον ναόν τοϋ Αιόλου, και
εκείθεν διευθύνθησαν είς τήν Πνύκα προς ούδένα γνωστού όντος πού διευθύνοντο- τό έκτακτον φαινόμενον τούτο έφείλκυσε τό
περίεργον πλήθος.
»Οϋτως αφιχθέντες είς Πνύκα, μετά μικράν άνάπαυλαν άνίσταται ό Γέρων, πατών έπι τοϋ βήματος τής Πνυκός, και ήρξατο έκφωνών
λόγον, άποτεινόμενος προς τήν νεολαίαν. Άφ' ου εξιστόρησε τά τής τουρκικής δουλείας, τάς ιδέας και τά περί αυτονομίας αισθήματα τών
ανδρών τής εποχής εκείνης, εξιστόρησε τά τοϋ ιερού αγώνος καϊ τό αίσθημα τών'Ελλήνων προς τήν Ίσονομίαν και τά περί τής τότε
πολιτικής καταστάσεως κ.λπ. Αίφνης αναφαίνεται σμήνος χωροφυλακής, έρχεται και διαλύει τήν συνάθροι-σιν. Ό δέ Κολοκοτρώνης
διαβληθείς τω Βασιλεϊ, μικρού δέοντος νά ύποστή δεινά, έάν ό φιλόπατρις Γυμνασιάρχης Γεννάδιος καϊ άλλοι καθηγηται δέν παρίστανον
τω Βασιλεϊ τό άθώον τής πράξεως».
(Βλ. Ιωάννου Π. Πύρλα, Περί τον έν'Ελλάδι αρμοδίου πολιτεύματος ΰπό φνσικήν έποψιν, Τύποις τον Φωτός, Έν Αθήναις, 1867, σσ. 31-
32)

Ό λόγος προς τούς Γυμνασιόπαιδες στην Πνύκα
 
Παιδιά μου!
Είς τόν τόπο τοϋτο, όπού έγώ πατώ σήμερα, έπατοϋσαν και έδημηγοροϋσαν τόν παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες μέ τούς
οποίους δέν είμαι άξιος νά συγκριθώ καϊ ούτε νά φθάσω τά ϊχνη των. Έγώ επιθυμούσα νά σας ιδώ, παιδιά μου, είς τήν μεγάλη δόξα τών
προπατόρων μας, καϊ έρχομαι νά σας ειπώ, όσα είς τόν καιρό τοϋ αγώνος καϊ προ αύτοϋ καϊ ύστερα άπ' αυτόν ό ίδιος έπαρατήρησα, καϊ
άπ' αυτά νά κάμωμε συμπερασμούς καϊ διά τήν μέλλουσαν εύτυχίαν σας, μολονότι ό Θεός μόνος ήξεύρει τά μέλλοντα. Καϊ διά τούς
παλαιούς'Έλληνας, όποιας γνώσεις είχαν καϊ ποία δόξα καϊ τιμήν έχαιραν κοντά είς τά άλλα έθνη τού καιρού των, όποιους ήρωας,
στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, διά ταύτα σας λέγουν καθ' ήμέραν οί διδάσκαλοι σας καϊ οί πεπαιδευμένοι μας.Έγώ δέν είμαι αρκετός.
Σας λέγω μόνον πώς ήταν σοφοί, καϊ άπό έδώ επήραν καϊ έδανείσθησαν τά άλλα έθνη τήν σοφίαν των.
Είς τόν τόπον, τόν όποιον κατοικούμε, έκατοικοΰσαν οί παλαιοί Έλληνες, άπό τούς όποιους και ήμεϊς καταγόμεθα καϊ έλάβαμε τό όνομα
τούτο. Αυτοί διέφεραν άπό ημάς είς τήν θρησκείαν, διότι έπροσκυνοϋσαν τές πέτρες καϊ τά ξύλα. Άφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ό
Χριστός, οί λαοί όλοι έπίστευσαν είς τό Ευαγγέλιο του, καϊ έπαυσαν νά λατρεύουν τά είδωλα. Δέν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε
προκομμένους, άλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καϊ ψαράδες, καϊ μέ τή βοήθεια τοϋ Άγιου Πνεύματος έμαθαν όλες τές γλώσσες τοϋ
κόσμου, οί όποιοι, μολονότι όπου καϊ αν έβρισκαν έναντιότητες καϊ οί βασιλείς καϊ οί τύραννοι τούς κατέτρεχαν, δέν ημπόρεσε κανένας
νά τούς κάμη τίποτα. Αυτοί έστερέωσαν τήν πίστιν.
Οί παλαιοί Έλληνες, οί πρόγονοι μας, έπεσαν είς τήν διχόνοια καϊ έτρώγονταν μεταξύ τους, καϊ έτσι έλαβαν καιρό πρώτα ο'ι'Ρωμαϊοι,
έπειτα άλλοι βάρβαροι καϊ τούς ύπόταξαν.'Ύστερα ήλθαν οί Μουσουλμάνοι καϊ έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, διά νά άλλάξη ό λαός τήν
πίστιν του.Έκοψαν γλώσσες είς πολλούς ανθρώπους, άλλ' έστάθη αδύνατο νά τό κατορθώσουν. Τόν ένα έκοπταν, ό άλλος τό σταυρό του
έκαμε. Σάν ειδε τούτο ό σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [άντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καϊ τοϋ έδωσε τήν εξουσία τής εκκλησίας. Αυτός
καϊ ό λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τούς έλεγε ό σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οί κοτζαμπάσηδες [προεστοί] είς όλα τά μέρη/Η τρίτη τάξη, οί
έμποροι καϊ οί προκομμένοι, τό καλύτερο μέρος τών πολιτών, μήν ύποφέρνοντες τόν ζυγόν έφευγαν, καϊ οί γραμματισμένοι επήραν καϊ
έφευγαν άπό τήν'Ελλάδα, τήν πατρίδα των, καϊ έτσι ό λαός, όστις στερημένος άπό τά μέσα τής προκοπής, έκατήντησεν είς άθλίαν κα-
τάσταση, καϊ αυτή αϋξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν εύρίσκετο μεταξύ τοϋ λαοϋ κανείς μέ όλίγην μάθηση, τόν ελάμβανε ό κλήρος,
όστις έχαιρε προνόμια, ή έσύρετο άπό τόν έμπορο τής Ευρώπης ώς βοηθός του ή έγίνετο γραμματικός τοϋ προεστού. Και μερικοί μήν
υποφέροντες τήν τυραννίαν τοϋ Τούρκου και βλέποντας τές δόξες και τές ηδονές όπού άπελάμβαναν αυτοί, άφηναν τήν πίστη τους και
έγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καϊ τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ό λαός έλίγνευε και έπτώχαινε.
Είς αυτήν τήν δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί άπό τούς φυγάδες γραμματισμένους έμε-τάφραζαν και έστελναν είς τήν Ελλάδα
βιβλία, και είς αυτούς πρέπει νά χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς όπού κανένας άνθρωπος άπό τό λαό έμάνθανε τά κοινά
γράμματα, έδιάβαζεν αυτά τά βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τί έκαμεν ό Θεμιστοκλής, ό Αριστείδης και άλλοι πολλοί
παλαιοί μας, και έβλέπαμε και είς ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε.Όθεν μας ήλθεν είς τό νοΰ νά τούς μιμηθούμε και νά γίνουμε
ευτυχέστεροι. Καϊ έτσι έγινε καϊ έπροόδευσεν ή Εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε νά κάμωμε τήν Επανάσταση, δέν έσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πώς δέν έχομε άρματα ούτε ότι οί
Τούρκοι έβαστοΰσαν τά κάστρα και τάς πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε έδώ νά πολεμήσετε μέ σιταροκάραβα
βατσέλα», άλλά ώς μία βροχή έπεσε είς όλους μας ή επιθυμία τής ελευθερίας μας, καϊ όλοι, καϊ ό κλήρος μας καϊ οί προεστοί καϊ οί
καπεταναίοι και οί πεπαιδευμένοι καϊ οί έμποροι, μικροί καϊ μεγάλοι, όλοι έσυμφωνήσαμε είς αυτό τό σκοπό καϊ έκάμαμε τήν
Επανάσταση.
Είς τον πρώτο χρόνο τής Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια καϊ όλοι έτρέχαμε σύμφωνοι. Ό ένας έπήγεν είς τον πόλεμο, ό αδελφός
του έφερνε ξύλα, ή γυναίκα του έζύμωνε, τό παιδί του έκουβαλοΰσε ψωμί καϊ μπαρουτόβολα είς τό στρατόπεδον καϊ έάν αυτή ή ομόνοια
έβαστοϋσε ακόμη δυο χρόνους, ήθέ-λαμε κυριεύσει καϊ τήν Θεσσαλία καϊ τήν Μακεδονία, καϊ ϊσως έφθάναμε καϊ έως τήν
Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τούς Τούρκους, όπού άκουγαν Έλληνα καϊ έφευγαν χίλια μίλια μακρά.'ΕκατόνΈλληνες έβαζαν
πέντε χιλιάδες εμπρός, καϊ ένα καράβι μίαν άρμάδα. Άλλά δέν έβάσταξεν. Ήλθαν μερικοί καϊ ηθέλησαν νά γένουν μπαρμπέρηδες είς
τοϋ κασίδη τό κεφάλι. Μας πονούσε τό μπαρμπέρισμά τους. Μά τί νά κάμωμε; Είχαμε καϊ αύτουνών τήν ανάγκη. Άπό τότε ήρχισεν ή
διχόνοια, καϊ έχάθη ή πρώτη προθυμία καϊ ομόνοια. Καϊ όταν έλεγες τον Κώστα νά δώσει χρήματα διά τάς άνάγκας τοϋ έθνους, ή νά
υπάγει είς τον πόλεμο, τούτος έπρόβαλλε τον Γιάννη. Καϊ μ' αυτόν τον τρόπο κανείς δέν ήθελε ούτε νά συνδράμει ούτε νά πολεμήσει. Και
τούτο έγίνετο, επειδή δέν είχαμε ένα αρχηγό καϊ μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, έσηκώνετο ό άλλος και τον έριχνε,
καϊ έκάθετο αυτός άλλους τόσους, καϊ έτσι ό ένας ήθελε τοϋτο, καϊ ό άλλος τό άλλο.'Ίσως όλοι ήθέλαμε τό καλό, πλήν καθένας κατά τήν
γνώμη του.Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ τό σπίτι δέν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ό ένας λέγει, δτι ή πόρτα πρέπει νά βλέπει είς τό
ανατολικό μέρος, ό άλλος είς τό άντικρυνό, καϊ ό άλλος είς τον Βορέα, σάν νά ήτον τό σπίτι είς τόν αραμπά, καϊ νά γυρίζει, καθώς λέγει ό
καθένας. Μέ τοϋτο τόν τρόπο δέν κτίζεται ποτέ τό σπίτι, άλλά πρέπει νά είναι ένας αρχιτέκτων, όπού νά προστάζει πώς θά γενεί.
Παρομοίως καϊ ήμεϊς έχρειαζόμεθα έναν αρχηγό καϊ έναν αρχιτέκτονα, όστις νά προστάζει και οί άλλοι να υπακούουν και να
ακολουθούν. Άλλ' επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας τής διχόνοιας, μας έπεσε ή Τουρκιά επάνω μας καΐ κοντέψαμε να
χαθούμε, καΐ ε'ις τούς στερνούς έπτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Είς αυτή τήν κατάσταση έρχεται ό βασιλεύς, τά πράγματα ησυχάζουν, και τό εμπόριο και ή γεωργία, και οί τέχνες αρχίζουν νά
προοδεύουν, και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή ή μάθησις θά μας αυξήσει και θά μας ευτυχήσει. Άλλά διά νά αύξήσομεν, χρειάζεται και ή
στερέωσις τής πολιτείας μας, ή οποία γίνεται με τήν καλλιέργεια και με τήν υποστήριξη τοϋ Θρόνου. Ό βασιλεύς μας είναι νέος καισυμμορφώνεται με τον τόπο μας· δεν είναι προσωρινός, άλλ' ή βασιλεία του είναι διαδοχική, καΐ θά περάσει είς τά παιδιά των παιδιών
του, και με αυτόν κι έσεΐς και τά παιδιά σας θά ζήσετε. Πρέπει νά φυλάξετε τήν πίστη σας καΐ νά τήν στερεώσετε, διότι, δταν έπιάσαμε τά
άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως καΐ έπειτα υπέρ Πατρίδος."Ολα τά έθνη τοϋ κόσμου έχουν καΐ φυλάττουν μιά Θρησκεία. Και αυτοί,
οίΈβραϊοι, οί όποιοι κατατρέχοντο και μισοϋντο και άπό δλα τά έθνη, μένουν σταθεροί είς τήν πίστη τους.
Νά μήν έχετε πολυτέλεια, νά μήν πηγαίνετε είς τούς καφενέδες καΐ είς τά μπιλιάρδα. Νά δοθήτε είς τάς σπουδάς σας, και καλλίτερα
νά κοπιάσετε ολίγον δύο και τρεις χρόνους, και νά ζήσετε ελεύθεροι είς τό επίλοιπο τής ζωής σας, παρά νά περάσετε τεσσάρους-πέντε
χρόνους τή νεότητα σας, καΐ νά μείνετε αγράμματοι. Νά σκλαβωθήτε είς τά γράμματα σας. Νά άκούετε τάς συμβουλάς τών διδασκάλων
καΐ γεροντότερων, και, κατά τήν παροιμία, «μύρια ήξευρε και χίλια μάθαινε».Ή προκοπή σας και ή μάθηση σας νά μήν γίνει σκεπάρνι
μόνο διά τό άτομο σας, άλλά νά κοιτάζει τό καλό τής Κοινότητος, και μέσα είς τό καλό αυτό ευρίσκεται και τό δικό σας.
Έγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, έξ αίτιας τών περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και διά τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δέν
ομιλώ καθώς οί δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ό ϊδιος είδα, ήκουσα καΐ έγνώρισα, διά νά ώφεληθήτε άπό τά άπερασμένα και άπό τά κακά
αποτελέσματα τής διχόνοιας, τήν οποίαν νά άποστρέφεσθε, και νά έχετε ομόνοια.Εμάς μή μας τηράτε πλέον. Τό έργο μας και ό καιρός
μας έπέρασε. Και αί ήμέραι τής γενεάς, ή όποια σας άνοιξε τό δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Τήν ήμερα τής ζωής μας θέλει διαδεχθή
ή νύκτα τοϋ θανάτου μας, καθώς τήν ήμέραν τών Άγιων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή ή νύκτα και ή αυριανή ήμερα. Είς εσάς μένει νά
ίσάσετε και νά στολίσετε τον τόπο, όπού ήμεϊς ελευθερώσαμε· και, διά νά γίνη τούτο, πρέπει νά έχετε ώς θεμέλια τής πολιτείας τήν
ομόνοια, τήν θρησκεία, τήν καλλιέργεια τοϋ θρόνου και τήν φρόνιμον ελευθερία. Τελειώνω τό λόγο μου.
Ζήτω ό βασιλεύς μας'Όθων! Ζήτω οί σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω ή Ελληνική Νεολαία!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις