Μεγάλη Πέμπτη βράδυ

-«Ἐγώ δέν πάω μαζί σας διακοπές. Θά ντυθῶ  Μυροφόρα καί θά κάνω Πάσχα στό χωριό μέ τή γιαγιά», ἔλεγες τότε στούς γονεῖς σου… Θυμᾶσαι, Μαρία μου;
-Ὤχ  ἄσε μας γιαγιά, μέ τις ἐκκλησίες σου!  Δε βαρέθηκες νά μοῦ λές τά ἴδια καί τά ἴδια; Πέρασαν αὐτά!  Δέν εἶναι γιά μᾶς πιά…
-Γιά ποιούς νομίζεις ὅτι εἶναι, παιδί μου;  Γιά τά μικρά παιδιά καί γιά τούς γέροντες;  Δέν ξέρεις πώς ὁ Χριστός ἦρθε γιά ὅλους, καί ὅλους μᾶς περιμένει;  Θέλω νά σέ παρακαλέσω πολύ, νά μοῦ κάνεις  ἕνα δῶρο, καί μή μοῦ τό ἀρνηθεῖς.  Σήμερα,  Μεγάλη Πέμπτη, πού σταυρώνεται ὁ Χριστός, πήγαινε στήν  ἐκκλησία νά ἀνάψεις δύο κεράκια.  Ἕνα γιά μένα, πού δέν μπορῶ νά πάω, κι ἕνα γιά σένα… Αὐτή τή χάρη σοῦ ζητῶ, παιδί μου, δύο μόνο κεράκια…
-Γιαγιά, ἄργησα κι ἔχω ραντεβού μέ τή Σοφία.  Θά τά ξαναποῦμε, εἶπε ἡ Μαρία ἀπότομα καί γυρνώντας τήν πλάτη ἔφυγε.
*   *   *
Ἡ Μαρία  ἐπιταχύνει τό βῆμα της, νά προλάβει τό καθυστερημένο ραντεβού της, ἐνῶ ἡ καμπάνα χτυπᾶ ἀργά, πένθιμα. Ὁ Χριστός τούτη τή βραδιά σταυρώνεται…
Σέ λίγο συναντᾶ τή Σοφία.
-Ἄργησες παραπονέθηκε ἐκείνη.
-Σοφία, νά μέ συγχωρεῖς.  Δέν ἦταν κανείς στό σπίτι καί ἔπρεπε νά βοηθήσω τή γιαγιά.
-Ἄχ  αὐτή ἡ γιαγιά,  πολύ  ἀνακατεύεται στή ζωή σου!  Τέλος πάντων…  Σήμερα ἔχω ἀνάγκη νά ξεσκάσω. Γι’ αὐτό σέ κάλεσα.  Ἤθελα νά τά ποῦμε.  Ἀλλά πρίν ἀπό λίγο μέ είδοποίησαν γιά μιά ἔκτακτη ἔξοδο. Τί λές;  Ἔρχεσαι μαζί μου;  Θά εἶναι ὅλη ἡ παρέα… Θά  ‘ναι  ὡραία  φάση!  Ἔρχεσαι;
-…
-Μήν τό σκέφτεσαι καθόλου.  Ἐγώ πάω νά ἑτοιμαστῶ  καί  σέ περιμένω.  Θά τά ποῦμε σέ μιά ὥρα στό κλάμπ.
Ἡ Σοφία ἔφυγε καί ἡ Μαρία ἔμεινε στή μέση τοῦ δρόμου ἀναποφάσιστη. Ἦταν ἐλεύθερο πνεῦμα.  Δέν ἤθελε νά τήν ζορίζει κανένας.  Ἡ παρέα τῆς Σοφίας καί τῶν ἄλλων, πού τόσο τῆς ἄρεσε στήν ἀρχή, τελευταία ἀσκοῦσε τόση πίεση πάνω της, πού δέν τήν ἄντεχε.  Κι ἄν δέν φοβόταν τήν ἀπόρριψη,  σίγουρα θά εἶχε πεῖ τὀ «ὄχι» στή Σοφία.  Ἀλλά…
Ἀπό τήν ἐκκλησία εἶχε ξεκόψει. Εἶχε νά πάει ἀπό παιδί.  Μεσολάβησαν τόσα πολλά…  Καί τώρα μόνη κι ἀναστατωμένη περιπλανιέται στα σοκάκια χωρίς νά ξέρει τί θέλει.
Οἱ σκηνές τῆς ἡμέρας περνοῦν ἀπό μπροστά της ξανά καί ξανά.  «Μεγάλη  Πέμπτη σήμερα, ἄναψε δύο κεράκια, σέ παρακαλῶ…».
«Ἔχω ἀνάγκη νά ξεσκάσω.  Ἔρχεσαι μαζί μου;  Θά εἶναι ὡραία φάση…».
Ἡ Μαρία ἔχει ζαλιστεῖ.
Ἐκείνη τήν ὥρα στό βάθος τοῦ δρόμου φάνηκε ἡ έκκλησία.  Τό ἀχνό της φῶς τή μαγνήτισε. Χωρίς κι έκείνη νά ξέρει γιατί τάχυνε τό βῆμα της.  Ἀνέβηκε τά σκαλιά.  Ἡ Άκολουθία εἶχε τελειώσει.  Στό κέντρο τοῦ ναοῦ ἀρκετές γυναῖκες καί κάποια κορίτσια στόλιζαν  τόν  Ἐπιτάφιο. Ἡ  Ἐκκλησία μοσχοβολοῦσε άπό τό θυμίαμα καί τά λουλούδια τοῦ Ἐπιταφίου.  Ἡ Μαρία θυμήθηκε τά παιδικά της  χρόνια καί κάτι σκίρτησε μέσα της. Πῆρε μέ ευλάβεια δύο κεράκια, τά ἄναψε μέ συγκίνηση καί τά ἔβαλε στό μανουάλι. Κάθισε σέ μία καρέκλα ἀτενίζοντας τό ἱερό θέαμα τοῦ στολισμοῦ τοῦ  Ἐπιταφίου.  Ἔνιωσε τόν  Ἐσταυρωμένο κοντά της.  Ἔσκυψε τό κεφάλι καί  ἄρχισε νά κλαίει.
Μιά νεαρή κυρία, ἀπό ἐκείνες πού στόλιζαν τόν  Ἐπιτάφιο, ἦρθε κοντά της.
-Νά μέ συγχωρεῖς, κοπέλα μου, σέ βλέπω νά κλαῖς.  Σοῦ συμβαίνει κάτι;  Ἄν ἐρχόσουν πρίν άπό λίγο, θα προλάβαινες καί τόν πατέρα Μελέτιο, πού κατανοεῖ τόσο τά προβλήματα τῶν νέων. Μήν κλαῖς παιδί μου…  Ὁ Χριστός εἶναι ἑτοιμος νά μᾶς βοηθήσει, νά μᾶς ἀπαλύνει τόν πόνο, νά μᾶς ἀναστήσει!
-Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ…  Τά λόγια σας εἶναι βάλσαμο. Σᾶς παρακαλῶ,  προσευχηθεῖτε γιά μένα, ἀπάντησε ταπεινά.
Προχώρησε λίγα βήματα, άσπάστηκε τά πόδια τοῦ  Ἐσταυρωμένου καί ἄκουσε τή φωνή Του μέσα της:  «Μαρία, σέ εὐχαριστῶ γιά τήν ἀγάπη σου ἀπόψε.  Μή φοβάσαι θά νικήσεις!».
Εὐφρόσυνη εἰρήνη καί χαρά πλημμύρισε τήν ψυχή της·  καί ἔφυγε ἀνάλαφρη.  Στα σκαλιά τοῦ Ναοῦ  ἔβγαλε τό κινητό ἀπό τήν τσέπη της καί ἔστειλε τό μήνυμα: «Σοφία δέν θά ἔρθω. Μή μέ περιμένεις».
Ἡ Ἀνάσταση εἶχε ἀρχίσει νά χαράζει και στή δική της ψυχή. 
Περιοδικό: "Πρός τή Νίκη, 'Απρίλιος 2019".

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις