Φ.Κ. ΣΩΤΗΡΟΣ 2023-2024 ΘΕΜΑ 9.

 Θέμα 9 Φ.Κ. 2023-24 «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί»
Α΄)1. Κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων, ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο (Ἰω. α΄ 14). Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἡ μεγαλυτέρα χαρμόσυνος ἀγγελία, τὸ πιὸ μεγάλο «εὐαγγέλιον», ποὺ ἦτο δυνατὸν νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ ὁ οὐρανὸς εἰς τὴν γῆν. Ἐὰν θέλετε, ὁλόκληρον τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ἀποτελεῖται ἀπὸ τέσσερις λέξεις: «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Ἔξω ἀπὸ αὐτὸ καὶ χωρὶς αὐτό, ἄλλος εὐαγγελισμὸς δὲν ὑπάρχει διὰ τὸν ἄνθρωπον, οὔτε εἰς αὐτὸν οὔτε εἰς τὸν ἄλλον κόσμον. (Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς)
2.α) «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο». Αὐτό σημαίνει πώς ὁ Υἱός τοῦ Θεού, πού εἶναι Ἀθάνατος καί Αἰώνιος ὅπως ὁ Θεός Πατέρας καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἔγινε ἄνθρωπος. Ἔλαβε σάρκα ἀπό τήν Παρθένο Μαρία. Ὤ, τί θαυμαστό, τί φοβερό καί σωστικό Μυστήριο! Ὁ ἄναρχος Θεός Λόγος ἔλαβε ἀρχή κατά τό ἀνθρώπινο. Ὁ ἄσαρκος σαρκώθηκε. Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, χωρίς ν᾽ ἀπεκδυθεῖ τή θεότητά Του. Ὁ ἀναφής καί ἀπρόσιτος Θεός ἔγινε προσιτός σέ ὅλους, παίρνοντας δούλου μορφή.
β)Γιατί, γιά ποιόν λόγο, μέ τή δική του ἀποκλειστικά θέληση, ἔδειξε τέτοια συγκατάβαση ὁ παντοδύναμος Δημιουργός πρός τ᾽ ἁμαρτωλά πλάσματά Του, πρός τήν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη, πού ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό; Ἡ μόνη αἰτία κι ὁ μοναδικός λόγος τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ ἦταν τό ύπέρτατο κι ἀνέκφραστο ἔλεός Του πρός τόν ἄνθρωπο. Δέν μποροῦσε νά ὑποφέρει ὁ Δημιουργός νά βλέπει ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος, τό γένος αὐτό πού ὁ ἴδιος εἶχε προικίσει μέ τόσα θαυμαστά χαρίσματα κατά τή δημιουργία, νά παραμένει σκλαβωμένο ἀπό τόν διάβολο καί καταδικασμένο σέ αἰώνια καταδίκη καί βάσανα. Καί «…ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο», γιά νά μετατρέψει ἐμᾶς τά γήινα πλάσματα σέ οὐράνια, γιά νά πάρει τούς ἁμαρτωλούς καί νά τούς κάνει ἁγίους· νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τή φθορά καί νά μᾶς κάνει ἄφθαρτους· νά μᾶς πάρει ἀπό τή γῆ καί νά μᾶς ὁδηγήσει στόν οὐρανό· νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ σατανᾶ καί νά μᾶς μεταποιήσει σέ παιδιά τοῦ Θεοῦ, πού ζοῦν στήν ἐλευθερία καί τή δόξα Του· νά μᾶς ὁδηγήσει ἀπό τόν θάνατο στήν ἀθανασία, νά μᾶς κάνει «υἱούς Θεοῦ» καί νά μᾶς τοποθετήσει δίπλα Του στόν θρόνο τῆς δόξας Του, ὡς γνήσια τέκνα Του.
Ὤ, ἀπροσμέτρητη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Ὤ, ἀνέκφραστη σοφία τοῦ Θεοῦ! Ὤ, μέγιστο θαῦμα, πού δέν χωράει ὄχι μόνο στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ’ οὔτε καί στόν νοῦ τῶν ἀγγέλων! Ἄς δοξάσουμε τόν Θεό. Μέ τήν κατά σάρκα ἔλευση τοῦ Υἱοῦ Του στόν κόσμο, μέ τό νά προσφέρει ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τόν ἑαυτό Του θυσία γιά τό γένος τῶν ἀνθρώπων πού εἶχε ὑποδουλωθεῖ στήν ἁμαρτία, δόθηκε σ᾽ ἐκείνους πού Τόν πίστεψαν ἡ εὐλογία τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, πού ἀντικατέστησε τήν ἀρχική κατάρα. Τώρα ὁ ἄνθρωπος ἀπολαμβάνει τήν υἱοθεσία, ἔλαβε τήν ἐπαγγελία ὅτι θά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή.

ανοί νά δεχθοῦμε ὅλη τήν Χάρι πού παρέχει ἡ κατά σάρκα ἔλευση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στή γῆ; Ἐκεῖνο πού χρειάζεται πρῶτ᾽ ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ἡ πίστη μας στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, στό Εὐαγγέλιο, πού μᾶς προσφέρει οὐράνια διδασκαλία. Συμμετοχή στήν κοινή Λατρεία καί στή θεία Εὐχαριστία. Γνώση καί τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Μᾶς εἶναι ἀπαραίτητες ἐπίσης οἱ ἀρετές τῆς ταπείνωσης, τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς ἐγκράτειας, τῆς ἁγνότητας, τῆς ἁπλότητας καί τῆς καλοκαρδίας. Ἀδελφοί μου! Ἄς προσφέρουμε τίς ἀρετές αὐτές ὡς δῶρα σ’ Ἐκεῖνον πού γεννήθηκε γιά χάρη τῆς σωτηρίας μας... (Ἁγίου Ἰωάννου Κροστάνδης: «Ἐκκλησία, ἡ Κιβωτὸς τῆς Σωτηρίας καὶ ἡ μακαριότητα τῶν Ἁγίων»)
3). Λέγεται ὅτι ὁ μέγας Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος, (340-420 μ. Χ.)πού εἶχε στά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς ἐγκατασταθῆ ἀσκητής στή Βηθλεέμ, κάποτε τό βράδυ τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων προσευχόταν γονατιστός στό σπήλαιο τῆς Γεννήσεως .Ξαφνικά εἶδε τό θεῖο βρέφος νά ἁπλώνη τά χέρια του καί κάτι νά τοῦ ζητάη.
-Ὦ Κύριε, τί θέλεις ἀπό μένα; Ἐγώ γιά χάρι Σου τά ἀπαρνήθηκα ὅλα.
-Τήν καρδιά σου θέλω ,Ἱερώνυμε, τίς ἁμαρτίες σου! Γιά νά τίς συγχωρήσω, νά τίς ἐξαφανίσω!
–Πάρε τήν καρδιά μου καθάρισέ την ἀπό τίς ἁμαρτίες καί μεῖνε γιά πάντα μέσα μου! Εἶπε ὁ ἅγιος καί ξέσπασε σέ δάκρυα εὐγνωμοσύνης.
Β) Ἀπό τήν Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων
1.Ὠδὴ θ΄. Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. οὐρανὸν τὸ σπήλαιον· θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον· τὴν φάτνην χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος, Χριστὸς ὁ Θεός, ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν.
2..ΣυναξάριονΤῇ ΚΕ' τοῦ αὐτοῦ μηνός(Δεκεμβρίου), ἡ κατὰ σάρκα Γέννησις τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Στίχοι: Θεὸς τὸ τεχθέν, ἡ δὲ Μήτηρ Παρθένος.'
Τὶ μεῖζον ἄλλο καινὸν εἶδεν ἡ κτίσις;
Παρθενικὴ Μαρίη Θεὸν εἰκάδι γείνατο πέμπτῃ.
(=Τό βρέφος πού ἐτέχθη εἶναι Θεός καί ἡ μητέρα του Παρθένος. Τί ἄλλο μεγαλύτερο καί πιό καινούριο εἶδε ἡ κτίση; Ἡ Παρθένος Μαρία τήν εἰκοστή πέμπτη ἐγέννησε τόν Θεόν )
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Ἡ προσκύνησις τῶν Μάγων
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῶν θεασαμένων Ποιμένων τὸν Κύριον.
Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 3. Καθίσματα Ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων
Ἦχος δ' - Κατεπλάγη Ἰωσὴφ
α)Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ, μετὰ τῶν Μάγων Ἀνατολῆς τῶν Βασιλέων. Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν, ἀκαταπαύστως ἐκεῖ. Ποιμένες ἀγραυλοῦσιν, ᾠδὴν ἐπάξιον· Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες, τῷ σήμερον ἐν Σπηλαίῳ τεχθέντι, ἐκ τῆς Παρθένου, καὶ Θεοτόκου, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.
β) Τί θαυμάζεις Μαριάμ; τί ἐκθαμβεῖσαι τῷ ἐν σοί; Ὅτι ἄχρονον Υἱόν, χρόνῳ ἐγέννησα φησί, τοῦ τικτομένου τὴν σύλληψιν μὴ διδαχθεῖσα. Ἄνανδρος εἰμί, καὶ πῶς τέξω Υἱόν, ἄσπορον γονὴν τίς ἑώρακεν, ὅπου Θεὸς δὲ βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις, ὡς γέγραπται. Χριστὸς ἐτέχθη, ἐκ τῆς Παρθένου, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.
γ) Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς Μητρός, πάντως ὡς οἶδεν ὡς ἠθέλησε καὶ ὡς, ηὐδόκησεν, ἄσαρκος γὰρ ὢν, ἐσαρκώθη ἑκών, καὶ γέγονεν ὁ Ὢν, ὃ οὐκ ἦν δι’ ἡμᾶς, καὶ μὴ ἐκστὰς τῆς φύσεως, μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος. Διπλοῦς ἐτέχθη, Χριστὸς τὸν ἄνω, κόσμον θέλων ἀναπληρῶσαι.
4. Δοξαστικό
«Σήμερον ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ γεννᾶται ἐκ Παρθένου. Σήμερον ὁ ἄναρχος ἄρχεται, καὶ ὁ Λόγος σαρκοῦται. Αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν ἀγάλλονται, καὶ ἡ γῆ σὺν τοῖς ἀνθρώποις εὐφραίνεται, οἱ Μάγοι τὰ δῶρα προσφέρουσιν, οἱ Ποιμένες τὸ θαῦμα κηρύττουσιν».
Γ ) ΤΟ ΣΚΛΑΒΟΠΟΥΛΟ, ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟ
Ἦταν Χριστούγεννα, συνέχισε ὁ γέρος. Τό θυμᾶμαι τοῦτο σάν νἆταν χθές. Ἔκανε κρύο κι ἔρριχνε χιονόνερο. Τό χωριό μας, τῆς Ἀνατολικῆς μας Θράκης χωριό, πού ἐρήμωσε τώρα, ἦταν χριστιανοχῶρι. Εἴχαμε καί λιγοστά τουρκικά σπίτια. Οἱ Χριστιανοί φτωχοί κι Τούρκοι πλούσιοι. Ἦταν καί μιά χήρα πάντα ἄρρωστη μέ τό μοναχογιό της. Γιά νά ζήςῃ αὐτός κι ἡ μάννα του ἡ χήρα, ὁ γιός ἐπῆγε ψυχοπαῖδι σ’ ἑνός ἀγᾶ, ποὖχε τά καλά του, εἶχε καί τίς κακές του. Ἦταν πονόψυχος ὁ ἀγᾶς κι ἔδινε στή μάννα καί τό παιδί τήν τροφή τους χωρίς τσιγγουνιά.
Λοιπόν, τί εἶπα; Ἦταν Χριστούγεννα ἐδῶ κι ἑβδομῆντα ἕνα χρόνους. Ἔκανε κρύο κι ἔρριχνε χιονόνερο. Οἱ Χριστιανοί τά γιόρτασαν τά Χριστούγεννα. Ἐπῆγαν στήν ἐκκλησία τους, ἔκαμαν μ’ὅλες τίς χάρες τή θεία Λειτουργία καί , τό σπουδαιότερο, κοινώνησαν!... Κεῖνα τά χρόνια ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἄνδρες-γυναῖκες παιδιά-μεγάλοι, τίς μεγάλες γιορτές κοινωνοῦσαν. Τό μεσημέρι φτωχοί καί νοικοκυραῖοι εἶχαν πλούσιο τραπέζι,

γιατί γιά τούς φτωχούς φρόντιζαν οἱ νοικοκυραῖοι. Κι οἱ Τοῦρκοι ἀκόμα τά Χριστούγεννα παρακινημένοι ἀπό τούς Χριστιανούς εἶχαν γιορταστικό τραπέζι. Κρέας, τυριά, γιαοῦρτι, κρασί, ὅλα μέ ἀφθονία. Ἐκάθησε καί ὁ ἀγᾶς στό πάμπλουτο τραπέζι του. Στό ἴδιο τραπέζι καί ὁ ψυχογυιός, ὁ Χριστιανός γυιός τῆς φτωχειᾶς τῆς χήρας. Ἄρχισαν τό φαγητό τους. Ἔτρωγαν ὅλοι τους καί καλότρωγαν, ἔπιναν καί γελοῦσαν. Μονάχα ὁ Χριστιανός, τό ψυχοπαῖδι, μαραμένος, μέ τά μάτια κατεβασμένα δέν ἄγγιζε τίποτα ἀπ’ ὅλα κεῖνα τἀγαθά.
Ὁ ἀγᾶς-τό εἶπα-εἶχε καί τίς καλοσύνες του. Σάν κάποια στιγμή εἶδε ἔτσι τό παιδί που τὄξερε χαρούμενο καί ζωντανό, παραξενεύτηκε.
-Γιώργη, τοῦ φώναξε. Γιατί δέν τρῶς;
Τὄπιασε τό παράπονο τό παιδί, ἔκρυψε τό πρόσωπό του κι ἄρχισε νά κλαίῃ.
-Γιατί, ὀρέ, κλαῖς; τό ρώτησε. Τί ἔπαθες; Τί ἔχεις;
Τότε τ’ ὀρφανό σκλαβόπουλο σφόγγισε τά μάτια καί φανέρωσε τό παράπονό του.
-Ἀγᾶ μου, ὅλο τό σαρανταήμερο τό νήστεψα γιά νά κοινωνήσω τά Χριστούγεννα. Μά ἦρθαν τά Χριστούγεννα κι ὁ ἀφέντης μου δε μ’ ἄφησε νά πάω στήν ἐκκλησία μου σά Χριστιανός νά μεταλάβω κι ἐγώ. Κι ἡ ψυχή μου τώρα εἶναι πεινασμένη καί διψασμένη, πῶς νά φάω ἀγᾶ μου;...
Τί λές, ὀρέ! Νά τό διορθώσουμε τό πρᾶγμα.
Ἄφησε τό τραπέζι ὁ ἀγᾶς. Ἔσέλλωσε τἄλογό του καί χάθηκε. Ἔτρεξε στοῦ παπᾶ, πού καθόταν στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ χωριοῦ. Τόν βρῆκε νά τρώῃ μέ τήν οἰκογένειά του τόν παπᾶ. Κεῖνος σάν εἶδε τόν Ἀγᾶ ξαναμμένο με τά χαλινάρια τ’ ἀλόγου στά χέρια ἔξω ‘πό τήν πόρτα του, τἄχασε.
-Παπᾶ , σοῦ τό ζητάω χάρη, τοῦ μίλησε ὁ ἀγᾶς. -Ἀγᾶ μου στίς διαταγές σου.
-Νά πᾶς τώρα δά στήν ἐκκλησία καί θά σοῦ φέρω ‘γω στή στιγμή τό Γιώργη, τόν ψυχογυιό μου, νά τόν κοινωνήσῃς . -Μά φαγωμένο, ἀγᾶ μου; Ἡ θρησκεία μας δέν τό ἐπιτρέπει.
-Δέν εἶναι φαγωμένος. Νηστικός εἶναι καί νήστευε σαράντα ἡμέρες.
-Νά γίνει ἀγᾶ μου...
Καί τό παιδί τῆς ἔρμης χήρας, τό Χριστιανόπουλο, τό σκλαβόπουλο ἐκοινώνησε ἐκεῖνα τά Χριστούγεννα σύμφωνα μέ τήν πιθυμιά τῆς καρδιᾶς του «Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ εἰς ἄφεσίν του ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον»!...
Ὤ, ἡ χαρά τοῦ φτωχοῦ, τοῦ πλούσιου ἐκείνου παιδιοῦ, ἡ δύναμί του μέ τό Χριστό μας βασιλέα στήν καρδιά του!...
Ὁ γέρος ἔκοψε τή διήγησι. Δάκρυα εὐτυχίας κυλοῦσαν ἤρεμα πάνω στό σκαμμένο ἀπό τά ἐνενῆντα του χρόνια ἡρωϊκό, σεβαστό πρόσωπο.
‘’Σωτήρ’’ 1981 σελ 731-732
ἰδέ Πορεία πρός Βηθλεέμ Ἀρχιμ Ἀστερίου Χατζηνικολάου σσ 161-167

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις